- τσελικώνω
- τσελικώνω και τσιλικώνω τσελίκωσα, τσελικώθηκα, τσελικωμένος, χαλυβδώνω, ατσαλώνω: Τσελίκωσε την καρδιά σου και μην κλαις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσελικώνω — Ν [τσελίκι] 1. χαλυβδώνω, ατσαλώνω 2. μτφ. ενδυναμώνω, ενισχύω … Dictionary of Greek
τσελίκωμα — το, Ν [τσελικώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσελικώνω … Dictionary of Greek
τσιλικώνω — βλ. τσελικώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)